καταλανισμός

καταλανισμός
πολιτικό κίνημα τών Καταλανών για πολιτική αυτονομία στη χώρα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Καταλανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κων. Α. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”